χειρωτός

χειρωτός
-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «εὐάλωτος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρωτός — to be subdued masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτόν — χειρωτός to be subdued masc acc sg χειρωτός to be subdued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοί — χειρωτός to be subdued masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοῦ — χειρωτός to be subdued masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”